- περίπλασμα
- -άσματος, το, ΝΜΑ[περιπλάσσω]νεοελλ.βιολ. λεπτό περιφερειακό στρώμα τού κυτταροπλάσματος τού αβγού τών εντόμων που διακρίνεται από το κεντρικό ωόπλασμαμσν.αλοιφή, επίχρισμα («τὸ ἐκ ψιμυθίου περίπλασμα», Ευστ.)αρχ.μτφ. το ανθρώπινο σώμα («μὴ πρόσεχε τῷ ἔξω ἀνθρώπῳπερίπλασμά ἐστι τοῡτο», Γρηγ. Νύσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.